24 Ιουνίου 2006

Ανίατες ασθένειες

-Καλημέρα σας, καθίστε, τι σας συμβαίνει;

-Φοβάμαι πως είμαι πολύ σοβαρά, γιατρέ. Πάνε χρόνια τώρα, στην αρχή ξέρετε, δεν έδωσα σημασία, περαστικό θα είναι, η κούραση, η μονοτονία, το στρες, ν’ αλλάξω τη διατροφή μου πρέπει, μάλλον το γυμναστήριο θα μου κάνει καλό, ξέρετε όλα αυτά που μας έρχονται πρώτα στο μυαλό όταν κάτι δεν πάει καλά. Όμως, γιατρέ, όλα τα δοκίμασα και τίποτα δεν έγινε, πάνε χρόνια τώρα πια, παλιά ήταν εβδομάδες, έλεγα φυσικό, μετά γίναν μήνες, έλεγα δεν πειράζει, με τον καιρό, τώρα όμως, γιατρέ, πάνε χρόνια, χρόνια που δεν μπορώ να ερωτευτώ. Τι έγινε; Γιατί; Τι έκανα λάθος;

Μίκρυνε τόσο ο κόσμος που να μη με χωράει πια;

Ή εγώ μεγάλωσα τόσο που δεν τον χωράω άλλο;

22 Ιουνίου 2006

Εσύ τον είδες το θεούλη;

Την ώρα που εγώ διεκπεραίωνα τις υποθέσεις μου,

υπόδειγμα ευσυνειδησίας και οργανωτικότητας,

το παιδάκι που ποτέ δε μεγάλωσε μέσα μου,

αθέατο πίσω από ένα φανταστικό παραβάν

άλλαζε με το δάχτυλό του τις θέσεις των άστρων

και μονολογούσε, ασυνάρτητα παιδικά τραγούδια:

…αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας!…

εσύ τον είδες το θεούλη; …πότε; …ποιος τον έχει δει;… που;…

εγώ τον έχω δει;…πότε; …πότε θα τον δω;…που;…

ποιος είναι;…πότε θα τον δω; …πότε; …πότε θα τον ξαναδώ;…

Μαμά;!!

21 Ιουνίου 2006

Σε ώρα προχωρημένη

Κούραση. Το σύμπαν αδειάζει. Τα βλέφαρα πονάνε. Οι μυς μουδιάζουν. Η ομορφιά παύει να είναι όμορφη. Και τα λόγια γίνονται ασυνάρτητα, όπως τώρα που προσπαθώ να γράψω και είναι ατέλειωτη η κούραση της επανάληψης.

Πόσα είδη κούρασης υπάρχουν άραγε; Πότε κουράστηκα να σ’ αγαπάω; Πότε κουράστηκα να αναπνέω; Και το κυριότερο, Θεέ μου, τι συμβαίνει όταν κουραζόμαστε να ζούμε;

Μας έχεις δώσει δείγματα γραφής αλλά εμείς, εσκεμμένως αδαείς, κάνουμε σαν να μην ξέρουμε τίποτα, κανείς δεν μας ειδοποίησε Κύριε, το κουδούνι δεν το ακούσαμε εμείς και νυχτωθήκαμε, να δες πόσο κουφοί, άκουσε μας, τους τυφλούς κι ανήξερους….

Μόνο που, την ώρα της κρίσεως, παιδιάστικα τεχνάσματα δεν περνάνε. Και το ξέρουμε όλοι εμείς οι τυφλοί κι ανήξεροι, την ώρα που κρυβόμαστε ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Το ξέρουμε την ώρα που από τον ίδιο μας τον εαυτό κρυβόμαστε.

Κάποιος άλλος βλέπει.

19 Ιουνίου 2006

Πιστεύετε στους Αγγέλους;


Έτσι λοιπόν, καθώς περνούσαν τα χρόνια, το αίτημα ν’ αφήσω στην άκρη τους αισθηματισμούς και να σοβαρευτώ, γινόταν όλο και πιο επιτακτικό. Διαφορετικά, λέει, πολλές συμφορές με περίμεναν στο μέλλον – λες και δεν είναι αυτό το ίδιο το μέλλον, από μόνο του, μια συμφορά!

Πριν δύο χρόνια, έσκυψα το κεφάλι και συμμορφώθηκα. Από τότε, ξυπνάω νωρίς, παίρνω πρωινό και πριν πέσω – σε μια λογική, την ίδια πάντα, ώρα – γυαλίζω τα παπούτσια μου, βουρτσίζω τα δόντια μου και σκεπάζομαι τη φτερούγα ενός φανταστικού Αγγέλου, να μην κρυώνω

-την ώρα που, ο πραγματικός Άγγελος συζητάει σοβαρά και χαμηλόφωνα στο διπλανό δωμάτιο, όπου γίνεται το ιατρικό συμβούλιο, για την πορεία της ασθένειάς μου….

…έβγαλα τότε τα παπούτσια μου, τα τύλιξα στο σακάκι μου και τα πέταξα απ’ τη γέφυρα, ‘μη με βασανίζετε άλλο, Ναστάζια Φιλίποβνα, της λέω, είναι αργά – πρέπει να γυρίσετε σπίτι…’

Τ. Λειβαδίτης, Εγχειρίδιο Ευθανασίας, 1979

Υ.σ. Τη θυμόσαστε, αλήθεια, τη Ναστάζια Φιλίποβνα;

15 Ιουνίου 2006

Υπόθεση, πολύ προσωπική

Ψες βράδυ δεν ήμουνα καλά. Έκλεισα το PC, έκλεισα και την TV και είπα να κάτσω να το δω. Έπιασα ένα στιλό – ναι, αυτό το προϊστορικό είδος- έπιασα κι ένα χαρτί κι έγραψα ένα ποίημα στη μαμά μου. Ένα ποίημα που με ανακούφισε βέβαια, δεν ξέρω όμως αν θα τολμήσω ποτέ ή αν θα προλάβω να της ζητήσω να το διαβάσει.

Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Γιατί κατάλαβα ότι αυτό το ποίημα είναι μια υπόθεση πολύ προσωπική, που ποτέ, ποτέ δεν θα γίνει post. Τι σημασία έχει που στο διαδίκτυο καλύπτουμε την ταυτότητά μας και ποτέ κανείς δεν θα μας γνωρίσει; Τι σημασία έχει που για τους άλλους είμαι μια εικόνα και μια ηχηρή φράση στο διαδίκτυο; Τι παιχνίδι παίζουμε τελικά εδώ πέρα; Το αίμα, κάπου αλλού ρέει…

Παραθέτω μερικούς στίχους – αυτούς που αντέχω…

Όλη η κούραση του πλανήτη στους ώμους μου απόψε ξεκουράζεται.

[…]έγινα κιόλας 35 μαμά, κι εσύ 67. […]

Γιατί; Γιατί όλα αυτά;

Τι σου συνέβη μαμά; Τι μου συνέβη;

Τι μας έφερε στο χείλος του γκρεμού;

Γιατί ούτε μια φορά δε μου κράτησες το χέρι;

[…] Ξαφνικά, όλοι αυτοί που έλειπαν γεμίζουν το δωμάτιο:

[…]

So, now, my friends, we have to restore the destroyed image,

to reload the current page…

14 Ιουνίου 2006

Πω πω, θυμός!!!

Ξέρω ν’ απαντάω στο θυμό! Δεν είμαι χαζή. Δεν είναι ευχάριστη εμπειρία, βέβαια, και έχω πληγωθεί μερικές φορές από επιθέσεις – δίκαιες και άδικες . Αλλά εκείνο που πονάει πιο πολύ, μη γελιόμαστε, είναι η ψεύτικη καλοσύνη το γλυκερό χαμόγελο, όχι αγάπη μου, δεν πειράζει, εσύ να ‘σαι καλά κι εγώ πάντα θα σ’ αγαπάω….. την ώρα που αιχμηρή η λεπίδα στην γωνία του στόματος λέει: ‘θα μου το πληρώσεις πολύ πιο ακριβά απ’ όσο ονειρεύτηκες ποτέ, κάθαρμα…’

Τελικά, ναι, προτιμώ τις βρισιές που προφέρονται!

13 Ιουνίου 2006

Μουντιάλ 2006

Δεν ξέρω αν το ‘χετε προσέξει, είναι μέρες που περπατάνε αργόσυρτα, σαν καμήλες στην έρημο, και λες Θε μου, τι ζωή κι αυτή! Και ξαφνικά ξεπηδάνε μέρες σαν ριπές χαλαζιού μέσα στον Ιούνιο, απανωτά μικρά διαμάντια συμφοράς. Πανσέληνο σε σύνοδο με Πλούτωνα είχαμε προχτές, καλές μου φιλενάδες….

Για τον επόμενο μήνα όλα τα post δικά σας, ο αντρικός πληθυσμός μπροστά στις τηλεοράσεις, όλη η αδρεναλίνη τους στο Ronaldinio πάει! Εγώ πάντως για πάρτη του δε χύνω!

Κορίτσια υπομονή, ένας Ιούνης είναι θα περάσει! Είστε για prive party στην παραλία; Μετά την καταιγίδα, λένε, βγαίνει και το ουράνιο τόξο, τον Ιούνη…

10 Ιουνίου 2006

Πρόβα νυφικού

Η φίλη μου μέσα στο άσπρο της νυφικό.

Της πάει αυτό το κόψιμο στο λαιμό, θέλει λίγο μάζεμα στη μέση. Στέκομαι και την καμαρώνω.

Απομακρύνομαι , βγαίνω στο μπαλκόνι να κάνω τσιγάρο.

Μια φωλιά χελιδονιών σκαλωμένη στο γείσο.

Άδεια.

Συναντήσεις πρόσκαιρες

κι αποχωρισμοί αιώνιοι.

Η απουσία, δάκρυα κλειδωμένα μέσα στο κενό.

Τσιγάρα, αλκοόλ, πιστωτικές κάρτες,

με τι να το γεμίσεις… πώς να το γεμίσεις ένα τέτοιο κενό;

Μόνο, σε παρακαλώ, αν μπορείς, σταμάτα μια στιγμή να το πολεμάς και ρίξ’ του μια ματιά συμπόνιας.

Δεν έφταιγε αυτό,

ούτε και συ…

07 Ιουνίου 2006

David Cooper –Ο Θάνατος της Οικογένειας

‘Πως θα μάθουμε να μην ανακατευόμαστε στις υποθέσεις των άλλων – σαν τον Basho, το γιαπωνέζο ποιητή των χαϊκάι; Ο Basho, στο ημερολόγιο του «Μονοπάτι για τον Μακρινό Βορρά», διηγείται πως λίγο μετά το ξεκίνημα, αντίκρισε στην άλλη όχθη του ποταμού ένα μικρό παιδί, εγκαταλειμμένο, απελπισμένο και πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Θα μπορούσε να ‘χει γυρίσει πίσω και να του βρει κάποιο σπίτι σε γειτονικό χωριό, μα προτίμησε να συνεχίσει το μοναχικό του ταξίδι, όπως το είχε προσχεδιάσει. Όλη η συμπόνοια του Basho εκφράστηκε σε στίχους, αλλά το ταξίδι του ήταν αυτό που προείχε. Ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το παιδί αν δε μάθαινε πρώτα τι έπρεπε να κάνει για τον εαυτό του.’

Απόσπασμα από το βιβλίο του David Cooper, ‘Ο θάνατος της οικογένειας’ 1971.

Ένας μύθος που με στοίχειωσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τόσο που αδυνατούσα να θυμηθώ που τον έχω διαβάσει. Το υπόλοιπο βιβλίο είναι δυσνόητο – δεν ξέρω αν οφείλεται στο συγγραφέα ή στους μεταφραστές του αν και υποψιάζομαι το δεύτερο. Πάντως είναι ένα δυνατό βιβλίο –εξόχως αμφιλεγόμενο, φυσικά!!! - που απαιτεί γερό στομάχι και καλή παιδεία στην τέχνη του να ζεις.

05 Ιουνίου 2006

Σάββατο βράδυ

Το Σαββατόβραδο πήρα τους δρόμους. Για να ‘ρθω να σε βρω. Φόρεσα παπούτσια αθλητικά -για να μπορώ να τρέξω -και κάτι να γυαλίζει στο λαιμό – σημείο αναγνωρίσεως! Τριγύρισα άσκοπα ώρα πολλή κι άφησα τελευταίο το καφέ που συχνάζεις σε ευδιάκριτες ώρες του εικοσιτετραώρου. Ναι ήσουν εκεί, άσπρο πουκάμισο, λινό, ατσαλάκωτο, εσπρέσσο ζεστό, πως κι έτσι, καλοκαιριάτικα; στην ίδια πάντα θέση με την πλάτη στον τοίχο για ασφάλεια, με την ίδια πάντα αύρα σαγηνευτικής αξιοπρέπειας!

Δυο δευτερόλεπτα αργότερα το θαύμα που διεκδικούσα είχε συντελεστεί, τα βλέμματά μας, σε μια ηλεκτρική εκκένωση, διασταυρώθηκαν.

Κόντεψες να πνιγείς, έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Μόλις βγήκα από το οπτικό σου πεδίο το έβαλα στα πόδια. Έπινα όλο το υπόλοιπο βράδυ και για σένα κουβέντα, σε κανέναν. Τι να καταλάβουν οι άλλοι από τα μικρά σκηνοθετημένα μου εγκλήματα;

Μόνον εσύ ένιωθες τη λεπίδα στο κόκαλο, την ώρα που εγώ, αδιάφορα δήθεν, κοιτούσα έξω. Μόνον εσύ ήξερες πόσο αίμα χύθηκε –δικό μας αίμα! Τι να καταλάβουν, τώρα, οι άλλοι….

04 Ιουνίου 2006

Πασχαλιές

Στον κήπο του πατρικού μου σπιτιού, είχαμε έναν πανέμορφο θάμνο, μια Πασχαλιά. Ένα μεσημέρι- Άνοιξη θα ΄ταν, γιατί έγερνε από το βάρος του ανθού- αποφάσισα ότι, αφού μ’ αρέσει τόσο πολύ, πρέπει να της εκφράσω την αγάπη μου. Αγκάλιασα τον αδύναμο κορμό και χορέψαμε μαζί, έναν αυτοσχέδιο χορό, κάτω απ’ τον ήλιο. Το ίδιο απόγευμα, ξαφνικά, ξέσπασε ένας απίστευτος σε σφοδρότητα άνεμος, φαινόμενο εντελώς ασυνήθιστο για την περιοχή στην οποία έμενα. Η Πασχαλιά μου έσπασε!

Εκείνο το απόγευμα το σύμπαν μου έστελνε ένα δυσοίωνο μήνυμα:

Η αγάπη μου μπορεί να σκοτώσει.

Έκτοτε, δεν ξαναείπα σε κανέναν, «σ’ αγαπώ».

03 Ιουνίου 2006

Βιοπάλη

Το τελευταίο μεσημέρι της Άνοιξης το πέρασα σε ένα πραγματικά άθλιο μέρος, σε μια γωνιά του ταχυδρομείου μ’ ένα χαρτάκι στην τσέπη που έλεγε ότι θα περιμένω πολύ ακόμα.

Μπαίνει ένας παλιός μου φίλος. Είχα χρόνια να τον δω.

-Α, κι εσύ εδώ; μου κάνει, τι περιμένεις;

-Έχω κάποια γράμματα να ταχυδρομήσω και άλλα τινά εγκλήματα προς διεκπεραίωση - στην πραγματικότητα, μόνο το ΤΕΒΕ περιμένω να πληρώσω.

-Ακόμα δε βαρέθηκες να καταδιώκεις φαντάσματα;

Κι έφυγε.

Κοίταξα γύρω μου: Άτονα πρόσωπα, κουρασμένα παπούτσια, χέρια αδειανά… Είναι στιγμές που η πραγματικότητα είναι τόσο άθλια που, αν την κοιτάξεις κατάματα, δε σου μένει παρά η αυτοχειρία. Δυστυχώς η όρασή μου, ακόμα, λειτουργεί εις το ακέραιο. Κάτι πρέπει να κάνω και ‘γω για να εξασφαλίσω τα προς το ζειν!