05 Ιουνίου 2006

Σάββατο βράδυ

Το Σαββατόβραδο πήρα τους δρόμους. Για να ‘ρθω να σε βρω. Φόρεσα παπούτσια αθλητικά -για να μπορώ να τρέξω -και κάτι να γυαλίζει στο λαιμό – σημείο αναγνωρίσεως! Τριγύρισα άσκοπα ώρα πολλή κι άφησα τελευταίο το καφέ που συχνάζεις σε ευδιάκριτες ώρες του εικοσιτετραώρου. Ναι ήσουν εκεί, άσπρο πουκάμισο, λινό, ατσαλάκωτο, εσπρέσσο ζεστό, πως κι έτσι, καλοκαιριάτικα; στην ίδια πάντα θέση με την πλάτη στον τοίχο για ασφάλεια, με την ίδια πάντα αύρα σαγηνευτικής αξιοπρέπειας!

Δυο δευτερόλεπτα αργότερα το θαύμα που διεκδικούσα είχε συντελεστεί, τα βλέμματά μας, σε μια ηλεκτρική εκκένωση, διασταυρώθηκαν.

Κόντεψες να πνιγείς, έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Μόλις βγήκα από το οπτικό σου πεδίο το έβαλα στα πόδια. Έπινα όλο το υπόλοιπο βράδυ και για σένα κουβέντα, σε κανέναν. Τι να καταλάβουν οι άλλοι από τα μικρά σκηνοθετημένα μου εγκλήματα;

Μόνον εσύ ένιωθες τη λεπίδα στο κόκαλο, την ώρα που εγώ, αδιάφορα δήθεν, κοιτούσα έξω. Μόνον εσύ ήξερες πόσο αίμα χύθηκε –δικό μας αίμα! Τι να καταλάβουν, τώρα, οι άλλοι….

1 Comments:

Blogger Λύσιππος said...

Μικρές πορείες, τροχιές απρογραμμάτιστες που ξέφυγαν από τα μάτια του Θεού κι έγιναν στιγμιότυπα της ψυχής σου. Αγάπησε το δευτερόλεπτο κι ας καεί η αιωνιότητα.

3:36 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home