26 Σεπτεμβρίου 2008

Κι ένα σχόλιο λίγο πολιτικό…

Δεν μου αρέσει τελικά ο θεσμός των blog. Πολύ λαϊκίστικος θεσμός. Όπως το youtube και το σπιτικό πορνό που κατακλύζει τις οθόνες του διαδικτύου. Ο καθένας ξερνάει την καθημερινότητα που δεν αντέχει ή που νομίζει ότι αξίζει να καταγραφεί.
Αυτός ο πληθωρισμός των πληροφοριών θα αμβλύνει, την αισθητική μας, θα αμαυρώσει σιγά σιγά το κριτήριο μας. Όταν ο καθένας έχει την άνεση να πει αυτό ακριβώς που του έρχεται, ανώνυμα, χωρίς να νοιαστεί για το ποιος θα το διαβάσει κι αν θα του αρέσει…γιατί να κουραστεί να το ρετουσάρει, να το κάνει όμορφο, να το κάνει εύπεπτο ή ευδιάκριτο; Αυτός ο λαϊκισμός θα διαμορφώσει στο μέλλον την κουλτούρα και το πολιτιστικό δυναμικό μας. Ποιος Παπαδιαμάντης θα έγραφε γι’ αυτήν την πολιτισμική σήψη. Κι άντε και να έγραφε…ποιος θα τον ανακάλυπτε; Δυστυχώς ο πολιτισμός μας αυξάνει κατά πλάτος αλλά συρρικνούται κατά μήκος.
Άντε, καλή πορεία σύντροφε και… καλή αντάμωση στον πλανήτη των πιθήκων.

07 Σεπτεμβρίου 2008

Για την ψυχή...

Το διάβασα σε μια παραλία ξεχασμένη κι απ’ το Θεό!
Δεν θα μπορούσα να το διηγηθώ προφορικά χωρίς να κομπιάσω από λυγμούς, γι’ αυτό αποφάσισα να το παραθέσω εδώ.
Από το βιβλίο της Clarissa Pinkola Estés, Ph.D.‘Women who run with the wolves’. Δε νομίζω να έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μια πρόχειρη μετάφραση:

«Μια άλλη γυναίκα με την οποία δούλευα, μια έξυπνη και ταλαντούχα γυναίκα, μου μίλησε για τη γιαγιά της που ζούσε κάπου δυτικά. Η άποψη της γιαγιάς της για την ευτυχία ήταν το να παίρνει το τραίνο για το Σικάγο, να φοράει ένα μεγάλο καπέλο και να διασχίζει τη λεωφόρο Michigan χαζεύοντας τις βιτρίνες σαν μια κομψή κυρία. Πάντως, είτε οπωσδήποτε ή κατά τύχη, παντρεύτηκε έναν αγρότη. Μετακόμισαν μακριά, στη μέση ενός σιτοβολώνα κι αυτή άρχισε να διαλύεται μέσα σ’ εκείνο το κομψό, μικρό αγροτόσπιτο που είχε ακριβώς το σωστό μέγεθος, τα σωστά παιδιά, το σωστό σύζυγο. Δεν είχε πλέον χρόνο για την ‘επιπόλαιη’ ζωή που έκανε κάποτε. Πάρα πολλά ‘παιδιά’. Πάρα πολλή ‘δουλειά για τη γυναίκα’.

Μια μέρα, χρόνια μετά, αφού γυάλισε με το χέρι τα πατώματα στην κουζίνα και στο καθιστικό, γλίστρησε μέσα στην καλή, μεταξωτή της μπλούζα, κούμπωσε τη μακριά της φούστα και φόρεσε το μεγάλο της καπέλο. Πίεσε το κυνηγετικό όπλο του άντρα της στο στόμα και τράβηξε τη σκανδάλη.
Κάθε γυναίκα εν ζωή ξέρει, γιατί καθάρισε πρώτα τα πατώματα.

Μια ψυχή που λιμοκτονεί μπορεί να γεμίσει με τόσο πόνο, που μια γυναίκα δεν μπορεί πλέον να αντέξει….»