12 Νοεμβρίου 2006

Εξομολόγηση -ας ειναι κι ερωτική....

Απόψε είναι βραδιά πένθιμη / δεν είχα προφτάσει να κλάψω γι’ αυτά που βρήκα σ’ ένα βράδυ και τα έχασα. Μέσα στη νύχτα κρύβονται θησαυροί απρόσμενοι, ανεξερεύνητοι, ανέφικτοι όσο κι απτοί κι όμως ξεχνάω τα μάτια του / ένα ολόκληρο βράδυ κοίταζαν μόνον εμένα και η νύχτα είχε πλημμυρίσει σκοτεινές αστραπές, λάμψεις πιο μαύρες κι απ’ το σκοτάδι. Ήμουν ανυπεράσπιστη, με τα μαλλιά κοντά σαν δεκατεσσάρων χρονών «εγώ είμαι φετιχίστρια» του είπα… «φαίνεται απ’ τα μάτια σου» μου είπε και ‘γω κοίταζα κάτω για να γλιτώσω απ’ τις μαύρες αστραπές!!

Η ζωή κάποιες φορές γίνεται τόσο συναρπαστική που δεν ξέρω τι συνέχεια και κυρίως τι τέλος να της δώσω. Έτσι, τις αφήνω, μισοτελειωμένες, αιωρούμενες ιστορίες στον αέρα του απογεύματος όταν όλα παίρνουν την υφή αυτού που σε λίγο θα τελειώσει, όμορφα και λίγο σπαραχτικά!!

11 Νοεμβρίου 2006

Τις νύχτες...

Και ψες το βράδυ, στους μυστικούς σου κήπους περιπλανιόμουνα. Σκοτάδι μαγικό, νερά ακούγονται, αγάλματα γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο, αρώματα ανάκατα, φύλλα στο πρόσωπό μου αργοσαλεύουν ηδονικά

–α, καλό μου, τι υλικά ν’ ανακατεύεις άραγε στο εργαστήρι σου τις νύχτες που μένεις ξάγρυπνος, για να μου στέλνεις τέτοια κύματα, τέτοια σαγήνη, τέτοια όνειρα…

04 Νοεμβρίου 2006

Τάφοι...

Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ένα αστείο, ένα παραλήρημα, μια φάρσα που σου στήνει η ζωή, όταν έχουν περάσει τα χρόνια και, χωρίς να το καταλάβεις πως, την έχεις ξοδέψει χωρίς γυρισμό. Όμως ήσουν πάντα τόσο ύποπτα χλωμή και καθημερινή, ακόμα και τις Κυριακές και τα Χριστούγεννα, εσύ φορούσες τα καθημερινά σου και το ίδιο πάντα άτονο, πλάγιο και προς τα κάτω βλέμμα, σαν να παιζόταν εκεί κάτι εξαιρετικά σημαντικό και δεν έπρεπε να χάσεις τη συνέχεια – χωρίς όμως να μας προσβάλλεις, έκανες ότι ήσουν εκεί «Αλεξάνδρα, θα ΄ρθεις να παίξουμε;» έλεγες πάντα ναι κι ήταν σα να ΄λεγες όχι, έχανες βιαστικά και ξαναγύριζες στον κόσμο σου, κανείς μας, ποτέ, δεν τόλμησε, εσένα ειδικά, να σε κοροϊδέψει, ήταν αυτός ο αέρας του αλλού που σε κύκλωνε, όπως βράδυ στα νεκροταφεία μόνο νεκροί τολμούν να μπουν και να

ξαπλώσουν στους τάφους μέχρι τ άλλο πρωί.

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. 'Ομως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. 'Εβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ' εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα


Η πρόγνωσις σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Μανώλης Αναγνωστάκης

02 Νοεμβρίου 2006

Κοσμά και Δαμιανού

Κοσμά και Δαμιανού

Του χρόνου τ’ αλλουνού

Θα σ’ αγαπάω ακόμα

Κοντά σου θα ‘μαι κει

Και κάθε Κυριακή

θα λιώνουμε στο στρώμα

γιατί κι αν φοβηθώ

της νύχτας το βυθό

θα τον ξαναγκαλιάσω

…και στο δοξα πατρί

της νύχτας οι γιατροί

εκεί θα με κοιτάξουν

Ο Κώστας Μακεδόνας με τη βαθιά του τη φωνή, χρόνια τώρα συντρόφευε τους όρκους μου. Μα σήμερα το πρωί που ξύπνησα, αναρωτήθηκα, άραγε σ’ αγαπάω ακόμα; Δυόμιση χρόνια μετά τη ρήξη. Και συ; Μ’ αγαπάς; με θυμάσαι καμιά φορά ανάμεσα στους καπνούς και στα ευκαιριακά γαμίσια με τους εκάστοτε γκόμενους – ποιος ήταν ο τελευταίος σου; Τ’ όνομά του το θυμάσαι; Ή δεν το έμαθες ποτέ;

Πικρία μου βγαίνει, παράπονο, προδοσία, έτσι είν’ οι αγάπες μάτια μου, αυτές που απογειώνονται. Και μένα το βλέμμα μου σήμερα σαν χαμένο αφού έχασα για πάντα τα μάτια σου-και λέω για πάντα γιατί δυσκολεύομαι πλέον να θυμηθώ αυτό το βάθος που με ταξίδευε στα έγκατα της γης Έχω αποφασίσει να έρθω να σε βρω. Να σε κοιτάξω πάλι μες στα μάτια, και θα καταλάβω. Αν τα χαμηλώσεις θα με ντρέπεσαι, κι αν κοιτάξεις αδιάφορα αλλού θα με γκρεμίσεις. Μα αν μείνεις, όπως τότε, ακίνητος, βαθύς και λυπημένος, ή έστω και θριαμβικός που με νίκησες και μ’ έκανες να σε θέλω ξανά, δε με πειράζει, θα ταξιδέψω στο άπειρο. Κι αυτό μωρό μου, μόνον εσύ μπορούσες να το κάνεις, απ’ όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη που μου χαρίσανε το βλέμμα τους, μαζί μ’ ένα κομματάκι απ’ την καρδιά τους – κι ας ήταν και για ένα βράδυ.