09 Μαΐου 2006

Άρρωστη...

ψες βράδυ, ο πυρετός, ρίγη, κόκαλα που τρίζουν… Τα οπτικά ερεθίσματα προκαλούν πόνο στον αμφιβληστροειδή, η ανοιχτή τηλεόραση σκορπάει αφόρητους θορύβους –ποιοι είναι όλοι αυτοί και γιατί μιλάνε τόσο δυνατά; Η απόσταση από την κρεβατοκάμαρα στην κουζίνα, που φυλάω τα depon, πολλαπλασιασμένη στο άπειρο…
Και ξαφνικά ο πλανήτης γίνεται ένα αφιλόξενο, έρημο μέρος. Και ξαφνικά δεν είναι κανείς εκεί. Και ξαφνικά εικόνες καταστροφής και τέλους…

Την επόμενη μέρα αφήνομαι στα χέρια ενός απ’ αυτούς με τις άσπρες μπλούζες. Εκείνος είναι δυνατός κι εγώ σέρνομαι. Τον εμπιστεύομαι. Στο διάλειμμα της σύντομης συνεργασίας μας μου λέει ότι κι εκείνος τις τελευταίες μέρες έχει ένα μπούκωμα. Τον κοιτάω με συνωμοτική κατανόηση –είδες τι δύσκολο που είναι;
Ο ήλιος έξω είναι φιλικός. Ζεσταίνομαι. Δεν καταλαβαίνω αν η ζέστη είναι από μέσα ή απ’ έξω. Περπατάω αργά και νιώθω μια επιείκεια για όλα. Λογαριασμοί, ψώνια, τηλέφωνα μπορούν για σήμερα να αναβληθούν, χωρίς τύψεις.

Παράπλευρες σκέψεις:
Πως θα είναι άραγε το σώμα μου σε 20 χρόνια από τώρα; Σε 40; Σε 50;; Αφού με την επιδρομή μερικών εχθρικών ιών, μετατρέπεται σύσσωμο σε έναν τόπο μαρτυρίου όπου η κάθε κίνηση μεταφράζεται σε πόνο, η πρόσληψη της πραγματικότητας σε εφιάλτη, πως θα είναι άραγε τότε; Τα συναισθήματα, τι είδους τροποποιήσεις υφίστανται; Οι αισθήσεις σε τι βαθμό αλλοιώνονται; Η όραση, η ακοή, η αφή κυρίως …
Εκκρίνει τις ίδιες ενδορφίνες το πρωί, αντιδρά σε αγγίγματα με τη σημερινή του πλαστικότητα;
Οι πληροφορίες μιλάνε για μια ορισμένη άμβλυνση των πάντων. Θα έχω τη δύναμη να το αγαπάω και να το υποστηρίζω όταν θα έχει αρχίσει να με προδίνει;

Το τέλος,

η μόνη βεβαιότητα,

η πιο επιμελώς λησμονημένη.