03 Απριλίου 2009

Άρτεμις



Παλιό χρεος αυτο το βιντεο....από το 2006...

Υπόσχεση;...καινούργια!





Δε θα σε βάλω εγώ ποτέ να μαγειρέψεις,

Θα ‘μαι κοντά σου μοναχά σαν με γυρέψεις,

Μετά θα φύγω, πάλι, να μ’ επιθυμείς…

Δε θα κρατήσω μαύρη τσάντα στο γραφείο

ένα φτερό γυπαετού θα έχω λοφίο,

στη λεγεώνα της πιο ένδοξης τιμής


Άρτεμις, θεά των κοριτσιών,

φόβισέ τον μ’ ασημένιο τόξο,

απ’ τις ψευτονίκες των αντρών

κι απ’ τη θλίψη που ‘χουν να ‘μαι απόξω.


Δε σ’ έχω δίπλα μου για να ‘χω να ζηλεύω

Πέτα τα πέπλα σου στα δάση που χορεύω

Να σε λατρέψω όλη νύχτα σαν φρουρός.

Με τις δερμάτινες τις βρώμικες μου μπότες

Έσπασα μέσα μου και είδωλα και πόρτες

Να σ΄ αγκαλιάσω σαν το χώμα καθαρός


Άρτεμις, θεά των κοριτσιών,

φόβισέ τον μ’ ασημένιο τόξο,

απ’ τις ψευτονίκες των αντρών

κι απ’ τη θλίψη που ‘χουν να ‘μαι απόξω.

24 Μαρτίου 2009

Εαρινή Ισημερία


Νάτην λοιπόν, η φετινή μας εαρινή ισημερία, στην ώρα της όπως πάντα, μας κλείνει το μάτι….δεν θέλω να σας κοροϊδεύω δεν είμαι σε φάση να γράφω….μόνο να νιώθω μπορώ….Είναι ώρα να βιώνεις κι είναι άλλη ώρα να καταθέτεις, αυτό που βίωσες….Αλλά το νιώθω χρέος να την τιμήσω αυτή την έλευση της Άνοιξης…έστω με ένα νεύμα…μια χειρονομία… ένα φιλί στις άκρες των δακτύλων…στο μέσα μέρος του καρπού…συνωμοτικά…αθέατα…όπως η έλευσή της, θριαμβευτική κι αθόρυβη…όλοι το ξέρουν αλλά κανείς δεν το λέει, τι σηματοδοτεί αυτή η εαρινή ισημερία, τι καινούργιους έρωτες και σταύρωση κι αποκαθήλωση…και τραύμα… και πληγή…και θάνατο κι Ανάσταση κάτω απ’ το βλέμμα των Αγγέλων…
Όλοι το ξέρουν και κανείς δεν το λέει…
Αυτή η συλλογική σιωπή μας, κάτι λέει από μόνη της, νομίζω….

16 Φεβρουαρίου 2009

Μανώλης Αναγνωστάκης, Μιλώ



Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

Από τη συλλογή Η συνέχεια 2 (1956)
Μίκης Θεοδωράκης, 1974,
γιατί κάποτε η επανάσταση δεν ήταν μόνο ανάμνηση...

12 Φεβρουαρίου 2009

Μικρό σχόλιο για τους μήνες…

Είμαι στο mood να γράψω, απόψε. Αλλά τι να γράψω; Όλα τα συγκλονιστικά γεγονότα του Δεκέμβρη, οι Εορτές της Κρίσης, το πάθος και οι κραυγές της επικαιρότητας, όλα έχουν κοπάσει. Περίεργος μήνας ο Φεβρουάριος…από τους μισητούς μου μήνες κι αυτός. Οι άλλοι δύο ήταν ο Ιούνιος κι ο Σεπτέμβρης. Περίεργοι μήνες, μεταβατικοί – κάποτε δε, συνέπιπταν με τις εξεταστικές των φοιτητικών μου χρόνων, δεν το πιστεύω να μου ‘μεινε από κει.
Δεν έχω τίποτα λοιπόν να πω. Μόνο ένα μικρό σχόλιο για τους μήνες. Το χρώμα και το άρωμα που αναδίνει ο καθένας τους. Κι αυτό το χρώμα και το άρωμα πλέκει το χρόνο τον αιώνιο και το χρόνο τον πεπερασμένο της εφήμερης ζωής μας. Αυτό έχουμε όλο κι όλο. Το άθροισμα μερικών δεκάδων μηνών, πόσους Φλεβάρηδες μου μένει για να δω; Πολλούς, θα πούνε οι αδαείς! Ναι, ακόμα κι έτσι, πόσους; Είναι πεπερασμένο το νούμερο, καλοί μου.
Κι αν το σκεφτώ έτσι, τον συμπαθώ αυτόν το μήνα μια και, μες στη μιζέρια του, είναι κι αυτός ένα κομματάκι της μικρής εφήμερης ζωής μου.
Πόσους Φλεβάρηδες ακόμα;

06 Ιανουαρίου 2009

Μάθημα ζωής




Σε ορεινό χωριό των Χανίων, σ’ ένα μικρό καφενεδάκι, Αύγουστος του 2006. Δυό παππούδες, τρεις επισκέπτες (εμείς) κι ένα κοριτσάκι 3 χρονών να γυροφέρνει με το ποδηλατάκι της ανάμεσα στα τραπέζια, κάτω απ’ τον πυκνό ίσκιο του τεράστιου δέντρου. Ο παππούς της την καμαρώνει, η μάνα επιβλέπει.
Κάποια στιγμή, σε μια δύσκολη στροφή το ποδηλατάκι αναποδογυρίζει και το μικρό βάζει τις τσιρίδες. Θαυμάζω τη μάνα της. Χωρίς να σηκωθεί, χωρίς να τρελαθεί, της λέει με δυνατή σταθερή φωνή:
«Μη φωνάζεις, έτσι είναι το ποδήλατο. Αν θέλεις να έχεις ποδήλατο, πρέπει να μάθεις και να πέφτεις. Αν δε θέλεις να πέφτεις… άστο το ποδήλατο. Αλλά, αν θέλεις να έχεις ποδήλατο, θα μάθεις και να πέφτεις…»
Έτσι είναι η ζωή, καλό μου. Αν θέλεις να ζήσεις, πρέπει να μάθεις για το θάνατο. Ή όπως έλεγε ο Ζορμπάς, το alter ego εκείνου του άλλου αθάνατου, κρητικός κι αυτός, του Καζαντζάκη «…κι εγώ ενεργώ σα να ‘ταν να πεθάνω την πάσα στιγμή.»
Έτσι ειν’ η ζωή, καλό μου, σαν το ποδήλατο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, τ άλλα είναι ψευτοζωή! Αν θέλεις να έχεις ποδήλατο, θα μάθεις και να πέφτεις!!!

15 Δεκεμβρίου 2008

Ακίνδυνος



...Άμα θα δεις στην καρδιά
Μου ‘τυχε τέτοια αναποδιά
που δεν το φαντάζεσαι…

Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος μια χούφτα οδύνης
Δεν είσαι ακίνδυνος για ότι δίνεις…

19 Νοεμβρίου 2008

Η δύναμη της δημιουργίας

Ψάχνω εδώ και χρόνια να βρω ένα διήγημα, δεν θυμάμαι που το έχω διαβάσει αλλά νομίζω ότι ήταν σε μια συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή – ας με συγχωρέσει ο συγγραφέας, αν δεν είναι δικό του, και χωρίς αυτό εγώ τον εκτιμώ βαθύτατα, κυρίως γι’ αυτό το σπάραγμα της ‘μικρής μας πόλης’ .
Η ιστορία εκτυλίσσεται κάπου στην Ευρώπη, Παρίσι νομίζω ή Βιέννη, δεν είμαι σίγουρη όμως μπορεί και κάπου αλλού. Μια γυναίκα είναι η ηρωίδα. Είναι γλύπτρια. Τα γλυπτά της είναι μοναδικά, απίστευτη δύναμη, ισορροπία, εκφραστικότητα. Η ίδια ζει μια διαλυμένη ζωή σ’ ένα βρώμικο, παρακμιακό διαμέρισμα με καταχρήσεις, βίαιους καυγάδες, χάος. Μέχρι που γνωρίζει τον πρίγκηπα του παραμυθιού. Ένας πλούσιος, καλοβαλμένος, ευκατάστατος άντρας που μπορεί να της εξασφαλίσει μια άνετη κι απαλλαγμένη από φασαρίες και περιττούς κόπους ζωή, την ερωτεύεται. Της κάνει πρόταση γάμου και, φυσικά, θα έχει ότι θελήσει, υπηρέτες, χρήματα κι αλίμονο διάβολε, δεν θα της απαγορεύσει να κάνει αυτό που τόσο πολύ της αρέσει, θα της φτιάξει μάλιστα κι ένα ατελιέ για να κάνει το κέφι της. Το αποφασίζει να πει το ναι.
Από κείνη τη μέρα όλα ήταν ονειρικά: η στοργή του, το τεράστιο διαμέρισμα, τα ακριβά δώρα…μόνο που τα γλυπτά της… έχασαν εκείνη τη λεπτή, φίνα συμμετρία που τα έκανε μοναδικά. Όσο και να το πάλευε, τα γλυπτά της έβγαιναν, άνοστα, αδιάφορα, άσχημα! Το τεράστιο πολυτελές ατελιέ στο οποίο δούλευε καθόλου δεν τη βοηθούσε να αποδώσει αυτό είχε κατά νου, το αντίθετο μάλιστα, σαν να την πολεμούσε. Έπεσε σε κατάθλιψη. Πολλές μέρες δεν σηκωνόταν καν από το κρεβάτι. Περνούσε τη μέρα της κοιτώντας το ταβάνι. Η κατάσταση της ψυχικής της υγείας επιδεινωνόταν διαρκώς παρά τα νταχτιρντίσματα, τα δώρα και τους ακριβοπληρωμένους γιατρούς που μπαινόβγαιναν στο σπίτι τους.
Πέθανε σε ένα ψυχιατρικό άσυλο. Στο εργαστήρι δημιουργικής απασχόλησης των τροφίμων έφτιαξε, λίγο πριν το τέλος κάτι αλλόκοτες απόκοσμες μορφές, γλυπτά μισοτελειωμένα που κραύγαζαν την απόγνωση της…

Δεν θυμάμαι που το διάβασα, χρόνια τώρα ψάχνω να το βρω, αν κανείς σας το ξέρει…