12 Μαρτίου 2008

Αυτό το δαχτυλίδι το αγόρασα το Μάιο του 2000.

Ήταν ένας πικρός Μάιος με εκτυφλωτικά πράσινα και πεζοδρόμια πρόωρα σκονισμένα από την ανομβρία – το θυμάμαι γιατί εκείνο το συγκεκριμένο Μάιο τον διέσχισα με τα μάτια καρφωμένα στα παπούτσια μου. Έτσι είδα και τη βιτρίνα του μικρού κοσμηματοπωλείου – κατάστημα ημιυπόγειο, πόλη επαρχιακή, έτος 00. Μπήκα και ρώτησα αν κόβουν δαχτυλίδια, κανένα δε στεκόταν στα δάχτυλα μου άκοπο…

Πέρσι, σ’ ένα συνέδριο στο Caravel παραλίγο να το χάσω, έψαξα κάτω απ’ τα καθίσματα, ρώτησα στη ρεσεψιόν, τίποτα. Το θεώρησα λοιπόν κι εγώ σημάδι αποδέσμευσης από μια παλιά άρρωστη αγάπη. Υποκλίθηκα σεμνά στο πεπρωμένο κι αποχώρησα.

Καθώς ξεπακέταρα, λίγες ημέρες μετά, ξεπρόβαλε σαν αστραφτερό μυστικό μέσα από ένα κρυφό τσεπάκι. Σαν να μου ‘κλεινε το μάτι συνωμοτικά μου φάνηκε.

Για το καλύτερο.

Για το χειρότερο.